ὀνοκένταυρα

ὀνοκένταυρα
ὀνο-κένταυρα, , or [suff] ὀνο-κένταυρος, , a kind of
A tailless ape, Ael.NA17.9.
2 a kind of demon haunting wild places, LXX Is.13.22, 34.11, 14.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ονοκένταυρος — ὀνοκένταυρος, ό, θηλ. όνοκένταυρα (Α) 1. είδος πιθήκου χωρίς ουρά 2. είδος δαιμόνων που κατοικούσαν σε άγριους και έρημους τόπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + κένταυρος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”